- λαθριδίως
- λαθρίδιοςBis Acc.adverbialλαθρίδιοςBis Acc.masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθρίδιος — λαθρίδιος, ον, θηλ. και ία (Α) [λάθρα] λαθραίος, μυστικός. επίρρ... λαθριδίως (Α) λαθραία, κρυφά … Dictionary of Greek